- κατσάδιασμα
- το [κατσαδιάζω]η κατσάδα*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατσάδιασμα — το, ατος η πράξη του κατσαδιάζω, κατσάδα: Συμμορφώθηκε με το κατσάδιασμα που έφαγε χτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάλωμα — το (Μ μάλωμα και μάλλωμαν) [μαλώνω] 1. διαπληκτισμός, λογομαχία, φιλονικία, τσακωμός 2. επίπληξη, επιτίμηση, κατσάδιασμα 3. συμπλοκή, σύγκρουση … Dictionary of Greek
παπάρα — η 1. ψωμί μουσκεμένο μέσα σε νερό 2. πρόχειρο φαγητό παρασκευασμένο από τρίμματα ψωμιού βρασμένα σε ζωμό, γάλα, λάδι ή κρασί 3. μτφ. έντονη επίπληξη, προσβολή, κατσάδιασμα 4. παροιμ. «όποιος διαλέγει τη λαγάρα, παίρνει την παπάρα» όσοι… … Dictionary of Greek
συγύρισμα — το, Ν [συγυρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγυρίζω 2. μτφ. επίπληξη, κατσάδιασμα, τιμωρία … Dictionary of Greek
επίπληξη — η 1. αυστηρή παρατήρηση για παρεκτροπή, το μάλωμα, η κατσάδα, το κατσάδιασμα. 2. η κατώτερη από τις ποινές που επιβάλλεται από κάποια αρχή προς τους υφισταμένους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιτίμηση — η επίπληξη, μάλωμα, κατσάδιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχρολουσία — η 1. ψυχρό λουτρό. 2. διάψευση ελπίδων, απογοήτευση. 3. επίπληξη, κατσάδιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)